Γερμανική γλώσσα: Εφόδιο για επαγγελματικές ευκαιρίες
Σταδιοδρομία
Βασισμένη σε αυστηρή δομή και κανόνες, με ρίζες στην ελληνική και λατινική, η γερμανική γλώσσα αποτελεί σίγουρα μία πρόκληση αλλά και σημαντικό εφόδιο στην αναζήτηση επαγγελματικών ευκαιριών.
Η γερμανική γλώσσα ανήκει στην οικογένεια των δυτικών γερμανικών γλωσσών της ευρύτερης οικογένειας των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών και είναι η κύρια γλώσσα 100 περίπου εκατομμυρίων ανθρώπων στην Ευρώπη, αριθμός που αντιστοιχεί στο 13,5% των Ευρωπαίων. Ομιλείται στη Γερμανία, στην Αυστρία και στην Ελβετία, καθώς επίσης στο Λουξεμβούργο και στο Λιχτενστάιν, ενώ αποτελεί μία από τις 24 επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κάποια από τα χαρακτηριστικά της γερμανικής γλώσσας είναι οι μακρές, σύνθετες λέξεις της που περιέχουν πολλά σύμφωνα, και το πρώτο γράμμα των ουσιαστικών που γράφεται πάντα με κεφαλαίο, ανεξάρτητα από το πού βρίσκεται η λέξη μέσα στην πρόταση. Επιπλέον, η γερμανική γλώσσα έχει τρία γένη, το αρσενικό, το θηλυκό και το ουδέτερο, σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, οι οποίες έχουν δύο, το αρσενικό και το θηλυκό.
Σε μία πρώτη επαφή με τη γερμανική γλώσσα ο σπουδαστής αντιλαμβάνεται τις ομοιότητες με την ελληνική στη γραμματική και το λεξιλόγιο. Οι Γερμανοί συχνά εκπλήσσονται όταν διαπιστώνουν πόσες ελληνικές λέξεις χρησιμοποιούν οι ίδιοι στην καθημερινή τους ζωή όπως: Theater, Museum, Musik, Orchester, Demokratie, Programm, Problem, System, Klima, Politik, Therapie, και αμέτρητες άλλες. Επίσης, η γερμανική γλώσσα παρουσιάζει πολλές ομοιότητες και με την αγγλική, τόσο στο αλφάβητο όσο και στο λεξιλόγιο, ενώ οι ρίζες των περισσοτέρων λέξεων είναι κοινές όπως φαίνεται και στο ακόλουθο παράδειγμα: «φιλί» στα Ελληνικά, «kiss» στα Αγγλικά και «Kuss» στα Γερμανικά!
Το Γερμανικό Αλφάβητο
Το γερμανικό αλφάβητο είναι εύκολο ως προς τη γραφή, μιας και είναι ίδιο με το αγγλικό. Αποτελείται από 26 γράμματα, αλλά η ονομασία και η προφορά των γραμμάτων αυτών διαφέρει από τα Αγγλικά.
Ιδιαιτερότητες παρουσιάζει η γερμανική γλώσσα στην ύπαρξη ενός επιπλέον γράμματος, του λεγόμενου «εστσετ» ß και στη χρήση του λεγόμενου «ουμλαουτ» ̈ . Το ούμλαουτ είναι δύο τελίτσες που μπαίνουν πάνω στα φωνήεντα a, o, u και τα κάνουν να προφέρονται πιο κλειστά, δηλαδή ä (εε), ö (ο κλειστό), ü (ιού).