Εξετάσεις Διπλωματικής Ακαδημίας
Κύριε Πρέσβη, μας κακομαθαίνετε με τη… γλωσσομάθειά σας
Δεξιώσεις με σμόκιν και σαμπάνια ανά χείρας ή ένα απαιτητικό επάγγελμα κατάλληλο μόνον για όσους είναι αποφασισμένοι να εργαστούν σκληρά για το re-branding της Ελλάδας; Η καριέρα στο Διπλωματικό Σώμα αποπνέει γοητεία και εμπνέει σεβασμό, προτού, όμως, φλερτάρετε μαζί της, λάβετε υπόψη όλες τις (νέες) παραμέτρους.
Η εξέταση των υποψηφίων Ακολούθων Πρεσβείας αποτελεί την πιο δύσκολη δοκιμασία του ελληνικού κράτους. Έπονται, σε βαθμό δυσκολίας, οι εξετάσεις για το Δικαστικό Σώμα και την Ανώτατη Σχολή Δημόσιας Διοίκησης. Εν προκειμένω, οι φερέλπιδες διπλωμάτες εξετάζονται δεκαοχτώ συναπτές μέρες, πρωί και απόγευμα, γραπτά και προφορικά. Το εύρος των γνώσεων που απαιτούνται είναι τόσο μεγάλο που δύσκολα μπορεί να προσδιοριστεί η προς μελέτη ύλη. Εξετάζονται στην ελληνική και παγκόσμια διπλωματική ιστορία από το 1815 και έπειτα, το γενικό και ειδικό διεθνές δίκαιο, τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις, παγκόσμια γεωγραφία, στοιχεία αρχαίου ελληνικού, βυζαντινού και νεοελληνικού πολιτισμού κ.α.
Μεταξύ των επιτυχόντων ορισμένοι είχαν εγγραφεί για τα παραπάνω πεδία σε κάποιο πανεπιστημιακό φροντιστήριο αλλά πολλοί είναι και εκείνοι που διάβασαν μόνοι τους. Όπως περιγράφουν και στις δύο περιπτώσεις απαιτείται αφοσίωση τουλάχιστον έξι μηνών, ενώ συχνά επιλέγουν να κάνουν ιδιαίτερα μαθήματα στον τομέα, στον οποίο υπολείπονται – δηλαδή οι απόφοιτοι νομικής αναζητούν καθοδήγηση από κάποιον έμπειρο επαγγελματία στα οικονομικά και τούμπαλιν. Μετά το πέρας των εξετάσεων, ωστόσο, οι περισσότεροι κάνουν λόγο προπάντων για μια δοκιμασία των «βιολογικών και ψυχικών αντοχών» τους.
Είναι, ωστόσο, οι εξετάσεις γλωσσομάθειας, όπου ξεχωρίζει η ήρα από το στάρι. Υπολογίζεται ότι πάνω από το 65% των υποψηφίων κόβεται στις ξένες γλώσσες. Συνεπώς, η γνώση σε πολύ υψηλό επίπεδο των εξεταζόμενων ξένων γλωσσών αποτελεί αδιαμφισβήτητο «άσο» στο μανίκι. Εξ ου και όλοι όσοι δεν είναι εκ γενετής δίγλωσσοι, κάνουν εντατικά μαθήματα και έτι περαιτέρω τελειοποίησης του γνωστικού τους επιπέδου, προκειμένου να είναι σε θέση να αναπτύξουν στην ξένη γλώσσα της επιλογής τους αφηρημένες έννοιες, θέματα υψηλής πολιτικής και να αποδώσουν με δικά τους λόγια κείμενα που έχουν δημοσιευθεί σε ξένα επιστημονικά έντυπα και οικονομικές εφημερίδες.
Στο σημείο αυτό διευκρινίζουμε ότι εσχάτως θεσμοθετήθηκαν μια σειρά από αλλαγές που συνάδουν με τις σύγχρονες γεωπολιτικές εξελίξεις. Η γαλλική γλώσσα, που από τις απαρχές της σύστασης του κλάδου τον 19ο αιώνα θεωρήθηκε η μητρική γλώσσα της διπλωματίας και ως εκ τούτου αποτελούσε απαραίτητο προσόν των διπλωματών, «εκθρονίζεται». Από τις εξετάσεις διπλωματικού σώματος που διενεργήθηκαν το 2017 και στο εξής, τα Γαλλικά από δεύτερη υποχρεωτική εξεταζόμενη ξένη γλώσσα, υποβιβάζονται σε μία από τις έξι εξεταζόμενες ως δεύτερες ξένες γλώσσες, μεταξύ άλλων τα Γερμανικά και οι επίσημες γλώσσες των Ηνωμένων Εθνών: Γαλλικά, Ισπανικά, Ρωσικά, Αραβικά και Κινέζικα.
Σύμφωνα, μάλιστα, με ασφαλείς εκτιμήσεις, οι σπάνιες ξένες γλώσσες, με πρώτα τα Κινεζικά, αποκτούν εξαιρετικά μεγάλη βαρύτητα ως εφόδιο για τον διπλωμάτη του 21ου αιώνα. Σε αυτό συμβάλλει δίχως άλλο η συνεχής και συστηματική σύσφιξης στις διμερείς σχέσεις, που περιλαμβάνουν τις μεγάλες επενδύσεις από ομίλους κινεζικών συμφερόντων ελληνικών εταιρειών και ΔΕΚΟ, την προσδοκώμενη άνοδο των εξαγωγών προς την Κίνα αλλά και την εντυπωσιακή αύξηση του εισερχόμενου τουρισμού στην Ελλάδα από την Κίνα. Δεν χρειάζεται, επομένως, να είναι κανείς μάντης, για να προβλέψει ότι τα επόμενα χρόνια τα προξενεία της χώρας μας θα αυξηθούν στην αχανή Κίνα και θα ζητούν διπλωματικούς υπαλλήλους σε όλα τα πόστα, που έχουν κάνει μαθήματα κινέζικων και είναι άριστοι ομιλητές.
Εξίσου ευοίωνες, βέβαια, είναι οι προοπτικές για όσους γνωρίζουν την αραβική και ρωσική γλώσσα, καθώς οι χώρες, όπου ομιλούνται, βρίσκονται στην ευρύτερη γεωγραφική μας «περιφέρεια» και δεν αποκλείεται να προκύψουν συν τω χρόνω μεγάλης σημασίας συνέργειες σε πολιτικό αλλά και οικονομικό επίπεδο. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν διαφαίνεται για τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπου ζουν πολλά εκατομμύρια ισπανόφωνοι, καθώς η γεωγραφική απόσταση και η δεδομένη οικονομική αδυναμία της Ελλάδας δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για σύσφιξη των διπλωματικών σχέσεων.
Μια τελευταία άρτι θεσμοθετημένη αλλαγή είναι η κατάργηση του ανώτατου ορίου ηλικίας, που για χρόνια οριοθετείτο στα 35 έτη. Η Ελλάδα, ακολουθώντας σχετικές ευρωπαϊκές οδηγίες περί διασφάλισης ίσων ευκαιριών των πολιτών, επιτρέπει σε ενδιαφερόμενους κάθε ηλικίας να συμμετάσχουν στις ανοικτές στο κοινό εξετάσεις, αρκεί να είναι τουλάχιστον 21 Μαΐων. Όσοι έχετε ήδη γκρίζους κροτάφους, τώρα μπορεί να χαμογελάτε, αλλά υπολογίστε ότι αν ξεκινήσετε την καριέρα σας στα 40, ίσως δεν θα προλάβετε να ανεβείτε ικανοποιητικά στην ιεραρχία προτού συνταξιοδοτηθείτε. Και αυτό δεν συνδέεται μόνον με τη δόξα (την οποία ουδείς εμίσησε), αλλά και με τις αποδοχές των Ελλήνων διπλωματών, που δεν έχουν πλέον την πολυτέλεια να πίνουν αμέριμνοι μια σαμπάνια Dom Pérignon.