Μαθαίνω γερμανικά
Υπόθεση… υγείας!
Διαβάζετε «success stories» γιατρών και νοσηλευτών που διαπρέπουν στη Γερμανία και θέλετε να τους μοιάσετε; Αναρωτιέστε ποιο είναι το ενδεδειγμένο επίπεδο γλωσσομάθειας; Και αν υπάρχουν μυστικά για μια επιτυχημένη καριέρα στις γερμανόφωνες χώρες; Αρκεί να πεις «μαθαίνω γερμανικά» για να επιτύχεις το στόχο σου; Θέσαμε όλα τα πιθανά και απίθανα ερωτήματα στον Δημήτρη Αρσένη, επικεφαλής της Euromedicals, μιας ελληνογερμανικής εταιρείας ευρέσεως εργασίας στον κλάδο της υγείας.
Ποιο είναι το κατώτατο επίπεδο γλωσσομάθειας για να ξεκινήσει κάποιος Praktikum (πρακτική) σε νοσοκομείο/ γηροκομείο της Γερμανίας;
Το minimum επίπεδο γλωσσομάθειας για Praktikum στη Γερμανία είναι ένα ολοκληρωμένο επίπεδο Β1 για νοσηλευτές και ένα αντίστοιχα ολοκληρωμένο επίπεδο Β2 για γιατρούς. Ζητούμενο είναι το εκάστοτε πτυχίο να «αντανακλάται» στο επίπεδο επικοινωνίας του κάθε υποψηφίου, στην ακουστική κατανόηση, δηλαδή, και στην ομιλία. Δεν πειράζει να κάνει λαθάκια, π.χ. στα άρθρα ή τις καταλήξεις επιθέτων, αρκεί να μπορεί να συνεννοείται.
Υπάρχει διαφορά στα προαπαιτούμενα μεταξύ γιατρών και νοσηλευτών; Δηλαδή ο γιατρός οφείλει εξ αρχής να έχει το C1 ή C2;
Ναι, οι νοσηλευτές στα περισσότερα κρατίδια χρειάζονται Β2, ενώ γιατροί με Approbation και Facharzt σε όλη τη Γερμανία οφείλουν να προσκομίσουν το C1.
Ακούμε συχνά ότι οι εργαζόμενοι ξεκινούν έχοντας Β2 και σταδιακά όχι μόνον βελτιώνονται, αλλά προσκομίζουν και τα επόμενα διπλώματα. Αυτή η εξέλιξη στις γλωσσικές δεξιότητες αναφέρεται ρητά στα συμβόλαια εργασίας ή αποτελεί έναν άτυπο κανόνα; Ή στην αρχή δουλεύουν εν είδει μαθητείας και μετά, αφού αποκτήσουν όλα τα απαιτούμενα πτυχία γλωσσομάθειας, υπογράφουν το κανονικό συμβόλαιο;
Η πρόοδος στις γλωσσικές δεξιότητες παράλληλα με την εργασία είναι δεδομένη, διαφέρει όμως από άνθρωπο σε άνθρωπο. Αν ο εργοδότης χρηματοδοτεί τα μαθήματα γερμανικών, έχει τη δυνατότητα να προσθέσει ως όρο στο συμβόλαιο το να επιτευχθεί ένα συγκεκριμένο επίπεδο μέσα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Τρέχουμε π.χ. προγράμματα, στα οποία έρχονται στη Γερμανία οι υποψήφιοι με ένα χαμηλό επίπεδο γερμανικών (Α1-Α2), στη συνέχεια τους εκπαιδεύουμε γλωσσικά (ως Β1 ή Β2) στον χώρο του νοσοκομείου και μετά αρχίζουν να δουλεύουν. Σε αυτήν την περίπτωση, το γλωσσικό επίπεδο-στόχος είναι συνδεδεμένο με την άδεια άσκησης επαγγέλματος και το συμβόλαιο.
Άλλοι εργοδότες, όμως, προσφέρουν ένα συμβόλαιο περιορισμένου χρόνου (1 ή 2 ετών), με τον όρο να πετύχει κανείς μέσα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα το απαραίτητο γλωσσικό επίπεδο για την άδεια άσκησης επαγγέλματος, ώστε να αποδεσμευθεί μετά χρονικά το συμβόλαιο. Υπάρχουν, ωστόσο, πάρα πολλοί εργοδότες, οι οποίοι δεν θέτουν χρονικούς όρους για τη γλωσσική πρόοδο.
Πόσο εύκολα και γρήγορα ένας ενήλικας εργαζόμενος βελτιώνει τις γνώσεις του, ενώ ζει και εργάζεται στη Γερμανία; Το γλωσσικό περιβάλλον βοηθά μεν, αλλά η ηλικία και οι πολλές ώρες δουλειάς δεν θέτουν εμπόδια; Πόσος χρόνος απαιτείται κατά μέσο όρο; Ποιες είναι οι πραγματικές απαιτήσεις όταν κάποιος δηλώνει "Μαθαίνω γερμανικά";
Η γλωσσική εξέλιξη είναι υποκειμενική και εξαρτάται από τους στόχους και τις απαιτήσεις του κάθε εργαζομένου, όπως και από τη θέση εργασίας. Επίσημα, χρειάζεσαι περίπου 180 διδακτικές ώρες για το επίπεδο Β1 και άλλες τόσες για το επίπεδο Β2. Τη γερμανική γλώσσα μπορείς να τη μάθεις το ίδιο καλά στη Γερμανία όπως και στην Ελλάδα. Η διαφορά εντοπίζεται στο επίπεδο της καθημερινής επικοινωνίας. Έχεις μεγαλύτερη τριβή στην κατανόηση και στην ομιλία της ξένης γλώσσας, όταν ζεις εκεί όπου επικρατεί.
Αν, όμως, η δουλειά σου στη Γερμανία είναι να γεμίζεις ράφια σε σούπερ μάρκετ ή να ξεφορτώνεις φορτηγά, και αφού επιστρέφεις σπίτι σου, μιλάς συνεχώς στο Skype με τους φίλους σου στην Ελλάδα ή κινείσαι σε ελληνόγλωσσο περιβάλλον με την οικογένειά σου, σίγουρα δεν θα εξελιχθείς επικοινωνιακά ούτε ένα βήμα. Αν, όμως, επιζητείς την επικοινωνία, ακόμα κι αν το εργασιακό σου πόστο δεν την υποστηρίζει, θα βρεις τρόπους να εξελιχθείς επικοινωνιακά: μιλώντας με τον γείτονα ή βγαίνοντας με τον συνάδελφο για μια μπίρα μετά τη δουλειά. Στα προφορικά βελτιώνεσαι, όταν εξασκείς συστηματικά τη γλώσσα- όχι απαραίτητα με Γερμανούς, αλλά με οποιονδήποτε γνωρίζει τη γερμανική γλώσσα. Το «στοίχημα» είναι να στέλνεις επιτυχώς τα μηνύματά σου στην απέναντι «πλευρά».
Ποιο επίπεδο γλωσσομάθειας συστήνεις να έχουν οι υποψήφιοι, προκειμένου να ετοιμάσουν βαλίτσες για Γερμανία; Επίσης, στις προκηρύξεις τι ζητούν οι Γερμανοί εργοδότες;
Στους γιατρούς συστήνω το επίπεδο Β2 (ολοκληρωμένο) από Ελλάδα και στη συνέχεια, αν είναι οικονομικά και χρονικά δυνατό, ένα C1 στη Γερμανία. Σε νοσηλευτές συστήνω ένα Β1 (ολοκληρωμένο) από Ελλάδα και στη συνέχεια, το Β2 στη Γερμανία. Οι εργοδότες συνήθως δεν δίνουν σημασία στα πτυχία γερμανικών, επειδή αυτά είναι τυπικά κριτήρια. Θέλουν να μιλήσουν με τον υποψήφιο εργαζόμενο, για να διαπιστώσουν το επίπεδό του στην προφορική κατανόηση και την ομιλία (Hörverstehen und Mündlicher Ausdruck).
Τι ισχύει για την αναγνώριση των πτυχίων από Ελλάδα; Ποια άλλα έγγραφα είναι απαραίτητα; Ποιος αναλαμβάνει την εξεύρεση καταλύματος; Τα συμβόλαια είναι κατά κανόνα αορίστου ή ορισμένου χρόνου; Τι ιατροφαρμακευτική ασφάλεια έχουν οι νέοι εργαζόμενοι και πόση άδεια;
Πρέπει να είσαι ενημερωμένος προτού πάρεις τη μεγάλη απόφαση, ειδικά σε μία χώρα, όπως η Γερμανία, στην οποία λόγω της ομοσπονδιακής δομής οι κανόνες διαφέρουν από κρατίδιο σε κρατίδιο. Το διαδίκτυο προσφέρει μεν πληροφορίες, αλλά πολλές είναι λάθος. Υπάρχουν συγκεκριμένα έγγραφα και διαδικασίες, που πρέπει να τηρηθούν κατά γράμμα. Μόνο συγκεκριμένοι μεταφραστές από την Ελλάδα αναγνωρίζονται στη Γερμανία. Με τις συμβουλές μας αποφεύγεται σπατάλη χρημάτων (άσκοπες μεταφράσεις) από τη μία, αλλά και χάσιμο χρόνου από την άλλη, επειδή τρέχουμε διαδικασίες ταυτόχρονα (αιτήσεις). Επίσης, αναφέρονται έγγραφα στις αιτήσεις, τα οποία δεν είναι οπωσδήποτε απαραίτητα (επειδή οι αιτήσεις απευθύνονται και σε νέες χώρες μέλη της ΕΕ).
Για τις παραπάνω υπηρεσίες πληρωνόμαστε αποκλειστικά από το νοσοκομείο και όχι από τους υποψηφίους. Η διαμονή συνδέεται με την πρόσληψη, αφού το πρώτο διάστημα την εξασφαλίζουν συνήθως τα νοσοκομεία, κάτι που διευκολύνει πολύ στη μετάβαση. Τα συμβόλαια είναι συνήθως αορίστου χρόνου, αλλά υπάρχουν και μονοετή ή διετή, τα οποία αποδεσμεύονται μετά σε αορίστου χρόνου, αν έχουν τηρηθεί τα προαπαιτούμενα. Η άδεια κυμαίνεται από 26 έως 36 μέρες το χρόνο, συνήθως είναι 30 μέρες, δηλαδή έξι βδομάδες.
Απόφοιτοι ΙΕΚ Νοσηλευτικής έχουν ελπίδες στη Γερμανία;
Οι απόφοιτοι ΙΕΚ, ΔΕ, ΕΠΑΛ κλπ. αναγνωρίζονται ως «Βοηθοί Νοσηλευτών», όπως ακριβώς και στην Ελλάδα. Ζήτηση για Βοηθούς Νοσηλευτών υπάρχει, αλλά δεν είναι μεγάλη. Εδώ υπάρχει μία σημαντική διαφορά σε σχέση με την Ελλάδα. Ο βοηθός νοσηλευτή στη Γερμανία έχει διαφορετικά καθήκοντα από τον Νοσηλευτή, κάτι που δεν ισχύει στην Ελλάδα. Εξ ου και στη Γερμανία προτιμάται ένας απόφοιτος ΤΕΙ χωρίς προϋπηρεσία από έναν απόφοιτο ΙΕΚ με δεκαετή χρόνια προϋπηρεσίας! Αυτό συμβαίνει, επειδή το πτυχίο του δεύτερου αναγνωρίζεται στη Γερμανία ως βοηθού νοσηλευτή και έτσι δεν του επιτρέπεται να κάνει αυτά που θα έκανε στην Ελλάδα.
Υπάρχουν διαφορές στην ιατρική δεοντολογία μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας; Στη Γερμανία, π.χ., ανακοινώνεται λεπτομερώς η διάγνωση στους ασθενείς; ακόμα και στα σοβαρά περιστατικά;
Υπάρχουν διαφορές πολιτισμικού χαρακτήρα, που σχετίζονται με τη συμπεριφορά στον ασθενή ή τον συνάδελφο. Οι γιατροί στη Γερμανία οφείλουν να είναι επεξηγηματικοί, ο ασθενής το αναμένει. Η συμπεριφορά του γιατρού στους νοσηλευτές επίσης δεν είναι εκείνη που βλέπουμε συχνά στην Ελλάδα. Τέτοιες πολιτισμικές ιδιαιτερότητες στη στάση ενός νέου γιατρού μπορούν να έχουν σοβαρό αντίκτυπο στην επαγγελματική του εξέλιξη.
Η ζήτηση για γιατρούς στη Γερμανία έχει «κοπάσει»; Ή υπάρχουν συγκεκριμένες ειδικότητες στις οποίες εντοπίζονται κενά ή κρατίδια, όπου χρειάζονται γιατρούς; Για τους νοσηλευτές τι ισχύει;
Η ζήτηση γιατρών έχει περιοριστεί και ο πήχυς των απαιτήσεων έχει ανέβει. Αναζητούν τώρα ειδικευμένους γιατρούς με C1 και Approbation. Οι διαθέσιμες θέσεις είναι λίγες στα αστικά κέντρα και περισσότερες στην περιφέρεια. Η ζήτηση νοσηλευτών, όμως, καλά… κρατεί. Απλώς, τώρα απαιτούν όλο περισσότερο καλό επίπεδο επικοινωνίας στα Γερμανικά.
Ασχολείσαι και με την εξεύρεση εργασίας στα άλλα γερμανόφωνα κράτη; Υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις;
Ναι, δραστηριοποιούμαστε ως Euromedicals και στην Ελβετία. Θα περιοριστώ στις τυπικές διαφορές των δύο κρατών στην επαγγελματική αποκατάσταση, αφήνοντας έξω κοινωνικές και πολιτισμικές διαφορές. Στην Ελβετία οι απαιτήσεις των εργοδοτών, όσον αφορά γλωσσικές αλλά και ειδικές γνώσεις, είναι ανάλογες με το μισθό που προσφέρουν, σε σχέση με τη Γερμανία δηλαδή… διπλάσιες. Εκτός αυτού, στην Ελβετία, επειδή δεν ανήκει στην ΕΕ, η διαδικασία για την έκδοση Άδειας Άσκησης Επαγγέλματος από την Ελλάδα είναι πιο δύσκολη και χρονοβόρα σε σχέση με τη Γερμανία. Από Γερμανία για Ελβετία είναι πολύ πιο εύκολα. Η συμβουλή μου είναι, αν θέλει κάποιος να ζήσει στην Ελβετία, να μείνει το λιγότερο 2-3 χρόνια στη Γερμανία και μετά είναι πιο εύκολα.
Τι άλλο θα επεσήμανες σε όποιον ενδιαφέρεται να μεταναστεύσει;
Καταρχήν δεν συμφωνώ με τον όρο «μετανάστευση», τον θεωρώ αναχρονιστικό. Εμείς μιλάμε για «επαγγελματική κινητικότητα στην Ευρώπη». Σήμερα μεταφέρεσαι απλά σε μία άλλη χώρα της ΕΕ, δεν δείχνεις διαβατήριο, δεν χρειάζεται να ζητήσεις βίζα και άδεια εργασίας, δεν αλλάζεις καν νόμισμα. Έχεις τη δυνατότητα να δείχνεις το δωμάτιό σου στους γονείς και φίλους σου, με τους οποίους επικοινωνείς μέσω διαδικτύου και όχι από τηλεφωνικό θάλαμο. Η πρόσβαση σε οικονομικά εισιτήρια είναι τόσο εύκολη πλέον, που δε χρειάζεται καν να σηκωθείς από το κρεβάτι. Αυτό που χρειάζεσαι είναι να μπορείς να επικοινωνείς.
Η εκμάθηση γερμανικών θα πρέπει να εστιάζει στην ακουστική κατανόηση και στην ομιλία. Αυτό βέβαια δεν έχει σχέση μόνο με τους καθηγητές γερμανικών ή τα φροντιστήρια γερμανικών, αλλά είναι προ πάντων θέμα δικό σου: μπορείς να φέρεις τη γερμανική πραγματικότητα στο δωμάτιό σου ακούγοντας κείμενα οποιουδήποτε βαθμού δυσκολίας οποιαδήποτε στιγμή. Ο καθηγητής και το φροντιστήριο αναλαμβάνουν ρόλο «συντονιστή» της εκμάθησης. Τέλος, αυτό που πιστεύω και λέω σε όλους όσους κάνουν το βήμα προς τη Γερμανία, είναι πως κανείς δεν μπορεί να ξέρει σήμερα τι θα συμβεί σε 3, 4 ή 5 χρόνια. Επομένως, δεν μεταναστεύεις ούτε φεύγεις στην ξενιτιά, αλλά πας σε μία άλλη ευρωπαϊκή χώρα για 3-4 χρόνια και μετά βλέπεις τι χαρτί έχεις στο χέρι σου και αποφασίζεις αν θα μείνεις, αν θα συνεχίσεις σε άλλη πόλη ή χώρα ή αν στο τέλος επιστρέψεις στην Ελλάδα.
Μόνο ένα πράγμα είναι σίγουρο, ότι δεν θα επιστρέψεις το ίδιο άτομο με αυτό που έφυγε, γιατί θα έχεις δει και μάθει πολλά, θα έχεις εξελιχθεί και θα έχεις διευρύνει τους ορίζοντές σου. Όλα αυτά θα είναι δικά σου, κτήμα σου. Αν τα προσφέρεις και στην πατρίδα σου, το όφελος θα είναι και γι’ αυτήν μεγαλύτερο, από το αν έμενες άνεργος ή δούλευες σε λάθος κλάδο από ανάγκη. Τόλμα το, λοιπόν, κι αν το κάνεις οργανωμένα και με γνώσεις γερμανικών, μόνο κερδισμένος θα βγεις.