Η Ακεμί γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Τόκιο ως τα πέντε της χρόνια και έπειτα μετακόμισε με την οικογένειά της λίγο πιο έξω από τη μεγαλούπολη. Σπούδασε Οικονομικά στο Πανεπιστημίου Toyo του Τόκυο θέλοντας αρχικά να γίνει καθηγήτρια στο δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης. Στη συνέχεια όμως εργάστηκε στον κλάδο της κι έπειτα πήρε απόφαση να μάθει πώς να διδάσκει τα Ιαπωνικά ως ξένη γλώσσα στο Intercultural Institute of Japan.
Δύσκολο να το πιστέψει κανείς πως το πρώτο κύμα Ελλήνων που παρακινήθηκαν να μάθουν ιαπωνικά το προκάλεσε τι λέτε; Το «Σογκούν»! Αν είστε πολύ νεότεροι και δεν καταλαβαίνετε για ποιο πράγμα μιλάμε ιδού μια μικρή εξήγηση: ήταν ένα φανταστικό γιαπωνέζικο σίριαλ με σαμουράι και «γκέισες», το οποίο περιμέναμε όλοι να δούμε πώς και πώς στην κρατική τηλεόραση, ΕΝΑ (!) επεισόδιο ανά εβδομάδα! Το θυμάται καλά και η Ακεμί που μόλις είχε φτάσει στη χώρα μας και άρχισε τότε περίπου να διδάσκει τη μητρική της γλώσσα σε Έλληνες μαθητές.
Όταν ήρθε στην Ελλάδα άρχισε να διδάσκει στον Ελληνο-Ιαπωνικό Σύνδεσμο και παράλληλα να παραδίδει μαθήματα σε ανεξάρτητους σπουδαστές. Τι κοινό έχουν οι Έλληνες με τους Ιάπωνες; Χμμμμ, τίποτα; Ναι! Κερδίσατε. «Οι Ιάπωνες σκέφτονται πρώτα από όλα το καλό του συνόλου, της ομάδας και δεν θέλουν να ξεχωρίζουν, να προβάλλουν τον εαυτό τους. Επίσης, είναι νομοταγείς και πολύ τυπικοί στα ραντεβού και στις υποχρεώσεις τους. Επιπλέον, θα λέγαμε πως είναι μάλλον εσωστρεφείς, δεν τους αρέσει να εκδηλώνονται έντονα». Καρμπόν δηλαδή. Οι Έλληνες όμως έλκονται από αυτές τις ποιότητες, από την ευγένεια του ιαπωνικού λαού και τον πολιτισμό τους, όπως μας λέει η Akemi που διδάσκει στο Siountri School από το 2000 περίπου!
Είναι τελικά μια γλώσσα δύσκολη τα Ιαπωνικά; «Είναι μια γλώσσα πολύ διαφορετική και από την ελληνική και από τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Αν αποδεχτεί κανείς το γεγονός αυτό και μπει στη λογική της γλώσσας όλα είναι βατά. Ας πούμε η γραμματική είναι πιο εύκολη». Και πέρα από τις υποσχέσεις που μπορεί να δίνουν άλλα σχολεία, θα πρέπει να ξέρει κανείς πως χρειάζονται περίπου 5 χρόνια σπουδών για να μπορεί κανείς να μιλά σε ένα μέσο επίπεδο και να συνεννοείται για ζητήματα της καθημερινότητας, χωρίς να «χάνεται στη μετάφραση»